- αποτριχώνω
- αποτριχώνω, αποτρίχωσα βλ. πίν. 3
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αποτριχώνω — (Μ ἀποτριχῶ, όω) αποσπώ τις τρίχες … Dictionary of Greek
αποτριχώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, βγάζω τις τρίχες, αποψιλώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποτρίχωση — η η αφαίρεση των τριχών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποτριχώνω. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. epilation] … Dictionary of Greek
εκτριχώ — ἐκτριχῶ ( όω) (Α) αφαιρώ τις τρίχες, αποτριχώνω … Dictionary of Greek
τριχοτομώ — (I) τριχοτομῶ, έω, ΝΑ διαιρώ σε τρία μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. τρίχα «σε τρία μέρη» + τομῶ (< τομος < τόμος < τέμνω), πρβλ. διχο τομῶ]. (II) τριχοτομῶ, έω, ΝΑ αποκόπτω τις τρίχες, αποτριχώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + τομῶ (<… … Dictionary of Greek
αποψιλώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. αποτριχώνω (βλ. λ.). 2. καταστρέφω δεντρόφυτη έκταση: Από τις συνεχείς πυρκαγιές μεγάλες περιοχές της χώρας μας έχουν αποψιλωθεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)